- εργοδηγός
- ο1) прораб; мастер (в цеху и т. п.); 2) мор. корабельный мастер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εργοδηγός — ο 1. αυτός που επιβλέπει την εκτέλεση έργου σύμφωνα με τις οδηγίες αρχιτέκτονα ή μηχανικού 2. αρχιεργάτης, αρχιτεχνίτης σε εργοστάσιο … Dictionary of Greek
εργοδηγός — ο 1. αυτός που επιβλέπει την κατασκευή έργου. 2. ο αρχιτεχνίτης σε εργοστάσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκάταρχος — και δεκατάρχης, ο (Α) ο επικεφαλής δεκαταρχίας, ο εργοδηγός δεκαταρχίας … Dictionary of Greek
εργοδιδάσκαλος — ἐργοδιδάσκαλος, ὁ (Α) εργοδηγός … Dictionary of Greek
εργοδιώκτης — ἐργοδιώκτης, ὁ (Α) εργοδηγός («καὶ τῆς κραυγῆς αυτών ἀκήκοα ἀπὸ τῶν ἐργοδιωκτῶν», ΚΔ) … Dictionary of Greek